- κλαγγάνω
- κλαγγ-άνω, of birds,A scream, S.Fr.959.4; perh. of the lyre, twang, Id.Ichn.308.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλαγγάνω — (Α) [κλαγγή] 1. (για πτηνά) κρώζω («ὅπου τις ὄρνις οὐχί κλαγγάνει», Σοφ.) 2. πιθ. αναδίδω οξύ ήχο … Dictionary of Greek
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek
επανακλαγγάνω — ἐπανακλαγγάνω (Α) (για σκυλί) υλακτώ, γαβγίζω συνεχώς, επανειλημμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + κλαγγάνω (< κλαγγή «κραυγή, θόρυβος»)] … Dictionary of Greek
υποκλαγγάνω — Α ὑποκλάζω (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλαγγάνω «κρώζω»] … Dictionary of Greek